- κυτταρολογία
- ηκλάδος της βιολογίας που πραγματεύεται τα κύτταρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυτταρολογία — Βλ. λ. κυτταρική βιολογία. * * * η βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto (βλ. κυτταρο ) + logie < μσν. αγγλ. logie < αρχ. γαλλ. logie < λατ. logia… … Dictionary of Greek
κυτταρολογικός — ή, ό [κυτταρολογία] σχετικός με την κυτταρολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
κυτταρικός — ή, ό [κύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κύτταρο («κυτταρική δομή») 2. φρ. α) «κυτταρική βιολογία» ή, απλώς, «κυτταρολογία» βιολογική επιστήμη που μελετά τα κύτταρα τών οργανισμών και ειδικότερα τη μορφή, τη δομή, τις φυσικές, χημικές… … Dictionary of Greek
κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Ρέμακ, Ροβέρτος — (Remak, 1815 – 1865). Γερμανός ιστολόγος, εμβρυολόγος και νευροπαθολόγος. Αποφοίτησε το 1859 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από την ίδια χρονιά διετέλεσε καθηγητής σ’ αυτό. Οι σπουδαιότερες εργασίες του αφορούσαν τη νευροϊστολογία, τη δομή … Dictionary of Greek
Στρασμπούργκερ, Έντουαρντ — (Strasburger). Πολωνός βοτανολόγος (1844 – 1912). Σπούδασε στη Βαρσοβία, τη Βόννη και την Ιένα. Διετέλεσε υφηγητής του πανεπιστημίου της Βαρσοβίας και καθηγητής στα πανεπιστήμια της Ιένας και της Βόννης. Ασχολήθηκε με την κυτταρολογία, την… … Dictionary of Greek
κυτταρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρολογία: Έκανε κυτταρολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)